ἑδραίου

ἑδραίου
ἑδραί̱ου , ἑδραῖος
sitting
masc/neut gen sg
ἑδραί̱ου , ἑδραῖος
sitting
masc/fem/neut gen sg
ἑδραιόω
make stable
pres imperat act 2nd sg
ἑδραιόω
make stable
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”